κτησιος

κτησιος
    κτήσιος
    3
    1) находящийся в личной собственности, собственный
    

(χρήματα Aesch.)

    χτησίου βοτοῦ λάχνη Soph. — шерсть, (полученная от) собственного стада

    2) стоящий на страже домашнего очага
    

(Ζεύς, βωμός Aesch.)

    Κύπρις κτησία (v. l. Κρησία) Anth. — Киприда, покровительница гетер


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κτησιος" в других словарях:

  • Κτήσιος — belonging to property masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήσιος — belonging to property masc nom sg κτή̱σιος , κτῆσις acquisition fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήσιος — Προσωνυμία του Δία ως προστάτη της ατομικής περιουσίας. Ο Κ. Δίας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην Αττική υπήρχε βωμός στον δήμο Φλύας και ένα λατρευτικό κέντρο στον Πειραιά. Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι θυσίαζαν ένα λευκό… …   Dictionary of Greek

  • κτησίων — κτήσιος belonging to property fem gen pl κτήσιος belonging to property masc/neut gen pl κτη̱σίων , κτῆσις acquisition fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήσιον — κτήσιος belonging to property masc acc sg κτήσιος belonging to property neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίης — κτήσιος belonging to property fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίου — κτήσιος belonging to property masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτησίους — Κτήσιος belonging to property masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίους — κτήσιος belonging to property masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κτησίων — Κτήσιος belonging to property masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησίῃ — κτήσιος belonging to property fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»